καριδῶ

καριδῶ
καριδόω
wriggle
pres subj act 1st sg
καριδόω
wriggle
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καριδώ — καριδῶ, όω (Α) [καρίς] κυρτώνομαι, γίνομαι σαν γαρίδα …   Dictionary of Greek

  • καρίς — και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή τού κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”